Η Javascript πρέπει να είναι ενεργοποιημένη για να συνεχίσετε!
ΕΙΔΗΣΕΙΣ
ShareThis

Το ποιητικά προβοκατόρικο σινεμά του Λουί Μαλ

ΝΕΑ | 07-07-2022 12:46



Πηγή: https://www.athinorama.gr/cinema/3006505/to-poiitika-probokatoriko-sinema-tou-loui-mal/

του ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΝΤΕΑ-ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ


Γόνος εύπορης οικογένειας βιομηχάνων του γαλλικού Βορρά, καθολικός και ως το τέλος της ζωής του ευκατάστατος, ο Λουί Μαλ δεν άνηκε ποτέ σε αυτό που θα ονοματίζαμε ριζοσπαστικό σινεμά. Σίγουρα όχι με τον τρόπο που το έκαναν στα 60s οι συμπατριώτες του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, Φρανσουά Τριφό και Ερίκ Ρομέρ, οι οποίοι συνέδεσαν την κινηματογραφική σκέψη και πρακτική τους με θεμελιώδη πολιτικά, ηθικά και υπαρξιακά ζητήματα. Αν και σύγχρονός τους, ο Μαλ ουδέποτε άνηκε στην ομάδα των "Cahiers du Cinema" και σίγουρα δεν συγκαταλέγεται στους εκπροσώπους της νουβέλ βαγκ, στην πρώτη περίοδό της τουλάχιστον. Μάλιστα, για μια περίοδο υπήρξε σφοδρός επικριτής της.

Όμως, από την ηλικία των 24 ετών που ξεκίνησε να γυρίζει ταινίες, ο Μαλ διακρίθηκε για το δημιουργικό θάρρος και το ξεχωριστό στιλ του, την ικανότητα να εκμαιεύει διαπεραστικές ερμηνείες από τους ηθοποιούς του, αλλά και να θίγει περίπλοκα, τολμηρά θέματα που λίγοι άλλοι θα ακουμπούσαν. Και αυτό χωρίς να έχει κάτι, στ’ αλήθεια, να χάσει. Οι συνολικά πέντε επανεκδόσεις των ταινιών του που κυκλοφορούν το καλοκαίρι ("Ασανσέρ για Δολοφόνους", "Η Φλόγα που Τρεμοσβήνει", "Ατλάντικ Σίτι", "My Dinner with André", "Αντίο Παιδιά") αποτελούν μια καλή ευκαιρία για να επισκεφθούμε ξανά το έργο ενός πολυπρισματικού και γι’ αυτό απολαυστικού σκηνοθέτη. 

Παρείσακτος πρωτοπόρος

Δύο χρόνια προτού ο Γκοντάρ αλλάξει τον κινηματογραφικό χάρτη με το "Με Κομμένη την Ανάσα" (1960), ο Μαλ στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του προετοίμασε το έδαφος για τις ορμητικές αλλαγές που θα ακολουθούσαν την επόμενη δεκαετία. Το γοητευτικό "Ασανσέρ για Δολοφόνους" (1958) αποτελεί δείγμα ενός σινεμά μεταβατικού. Είναι σαφώς πιο μοντέρνο και εξελιγμένο από τον μέσο όρο του μεταπολεμικού γαλλικού κινηματογράφου, έχει έντονη την ταυτότητα του σκηνοθέτη του, ενώ ταυτόχρονα εισάγει καινοτομίες που καρποφορούν αργότερα, με τη νουβέλ βαγκ. Όπως, χαρακτηριστικά, η επιλογή τα γυρίσματα να γίνουν σε πραγματικές τοποθεσίες, στο Παρίσι, και όχι σε στούντιο. Θυμηθείτε, για παράδειγμα, τα υπέροχα πλάνα της Ζαν Μορό καθώς αναζητά τον εραστή της τη νύχτα, όπως αντίστοιχα περιπλανιέται στην πόλη η Τζιν Σίμπεργκ στο "Με Κομμένη την Ανάσα". Έπειτα, ο Μαλ έκανε την πρωτοφανή για την εποχή επιλογή να εμπιστευθεί την πρωτότυπη μουσική του "Ασανσέρ…" σε έναν τζαζίστα, και όχι κάποιον τυχαίο, αλλά τον Μάιλς Ντέιβις. Το τελικό αποτέλεσμα απογειώνει την κινηματογραφική ατμόσφαιρα, με τις πρωτότυπες συνθέσεις να ξεπερνούν τα όρια της μεγάλης οθόνης. Ύστερα, όπως ήταν επόμενο, όλοι ήθελαν τζαζ στις ταινίες τους… Επιπλέον, στο "Ασανσέρ…" εκδηλώνεται η αγάπη εκείνης της γενιάς των σκηνοθετών για το φιλμ νουάρ και το αμερικάνικο σινεμά συνολικότερα. Ένα ύφος που ακαδημαϊκά ακόμα απαξιωνόταν ή, τουλάχιστον, δεν λαμβανόταν σοβαρά υπόψη. Εν προκειμένω, όμως, από την ασπρόμαυρη αισθητική της ταινίας, με τα κάδρα να "καταπίνουν" τα πρόσωπα των ηθοποιών με φόντο τα φώτα της πόλης, μέχρι τον σκοτεινό ψυχισμό των κεντρικών χαρακτήρων που επιδίδονται σε ανήθικες πράξεις, το νουάρ ως στιλ και περιεχόμενο αποθεώνεται πανηγυρικά. 

Λατρεμένοι αντιήρωες

Στο "Ασανσέρ…" ο Μορίς Ρονέ, ένας από τους αγαπημένους πρωταγωνιστές του Μαλ, ενσαρκώνει ένα βετεράνο των ιμπερλιαστικών πολέμων της Γαλλίας σε Ινδοκίνα και Αλγερία, ο οποίος δολοφονεί το σύζυγο της ερωμένης του προτού η τύχη τού παίξει μια κακόγουστη φάρσα. Ο συγκεκριμένος ήρωας αποτελεί αρχετυπικό δείγμα των κεντρικών χαρακτήρων που διατρέχουν το (ανδροκεντρικό) σινεμά του Μαλ: ένα ελαττωματικό αρσενικό που υποφέρει από πάθη, δεν νιώθει άνετα με το ταξικό στάτους του, την ώρα που διαπνέεται από αμοραλισμό, χειροπιαστό πεσιμισμό και μια αδυναμία να προσαρμοστεί σε μια ασφαλή, τακτοποιημένη ζωή. Πουθενά στη φιλμογραφία του Γάλλου δεν αποτυπώνεται πιο εμβληματικά αυτό το στιλ του αντιήρωα από τη "Φλόγα που Τρεμοσβήνει" (1963). Ο Ρονέ, και πάλι, υποδύεται έναν άνεργο χωρισμένο αλκοολικό, ο οποίος αποφασίζει να αποχαιρετίσει τους φίλους σε μια απέλπιδα προσπάθεια να βρει νόημα στη ζωή προτού αυτοκτονήσει. Εδώ ο Μαλ ψηλαφεί το άγχος που συνοδεύει την αποξένωση από τη βιωμένη εμπειρία, υπό το πρίσμα ενός άντρα ανικανοποίητου και απογοητευμένου από τα πάντα, ο οποίος έχει εγκλωβιστεί στον ατομικισμό και στη θλίψη του. Το φινάλε της ταινίας φροντίζει να μη ρομαντικοποιηθεί η κατάσταση του ήρωα, κατορθώνοντας στο ενδιάμεσο να αναπαρασταθεί πειστικά το συναίσθημα του να συνθλίβεσαι από το βάρος του κόσμου. Η "Φλόγα…" συνιστά ένα κατάφωρα νιχιλιστικό φιλμ, σπάνιας αμεσότητας, το οποίο απηχούν εξίσου μηδενιστικά μεταγενέστερα φιλμ, όπως ο συντριπτικός "Γυμνός" του Μάικ Λι.

Κατ’ επέκταση, χωρίς να δηλώνεται ανοιχτά στην αφήγηση, ο πρωταγωνιστής βιώνει μια αμηχανία σε σχέση με την τάξη του. Περιτριγυρίζεται από άνεση, δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει ξεκάθαρο βιοποριστικό πρόβλημα και πάλι, όμως, νιώθει να μην ανήκει πουθενά. Ή μάλλον η ανικανότητά του να σταθεί στο ύψος των μικροαστικών καταβολών του τον έχει καθηλώσει. Πρόκειται για αγωνίες που σε μικρότερο βαθμό αντιμετώπιζε ο ίδιος ο Μαλ σε όλη τη ζωή του. Ως κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας, ο σκηνοθέτης ποτέ του δεν ανησύχησε για το μέλλον της καριέρας του, αλλά παράλληλα δεν ταίριαζε ακριβώς στο στιλ του αριστοκράτη-αστού κινηματογραφιστή. 

Επαγγελματίας προβοκάτορας

Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι ο Μαλ απέφευγε τα ρίσκα και τις αντιπαραθέσεις. Κάθε άλλο. Ο Γάλλος κατηγορήθηκε ουκ ολίγες φορές ότι ξεπέρασε τα όρια, με διασημότερο το σούσουρο που προκλήθηκε με τους "Εραστές" (1958). Στη δεύτερη δουλειά του με τη Ζαν Μορό, ο auteur βρέθηκε στο στόχαστρο εξαιτίας μιας σκηνής που απεικονίζει γυναικείο οργασμό. Θεωρήθηκε αμέσως χυδαία ("obscene"), στη Γαλλία η είσοδος στα σινεμά επιτράπηκε μόνο στους άνω των 16, ενώ στην Αμερική ένας αιθουσάρχης κινδύνεψε με φυλάκιση διότι κατηγορήθηκε ότι πρόβαλλε πορνογραφία! Η υπόθεσή του έφτασε μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο, όπου και αθωώθηκε, αλλά σε κάθε περίπτωση, αν δείτε την ταινία, μην περιμένετε να κάτι κραυγαλέο… Αρκετά χρόνια αργότερα ο Μαλ άναψε ξανά συζητήσεις, όχι αναίτια. Αρχικά, στο "Φύσημα της Καρδιάς" (1971) η σεξουαλική αφύπνιση ενός αγοριού έρχεται μέσω της αιμομιξίας, ενώ στο "Lacombe Lucien" (1974) ένας οργισμένος νεαρός συμμαχεί με το φιλοναζιστικό καθεστώς του Βισί. Τρέμε, Λαρς φον Τρίερ… 

Στην αντίπερα όχθη

Σε αντίθεση με τους περισσότερους Γάλλους και μη συναδέλφους του, ο Μαλ σημείωσε μια αξιοπρόσεκτα παραγωγική καριέρα όταν του δόθηκε η ευκαιρία να κάνει ταινίες στις ΗΠΑ, αν και η αρχή ήταν ταραχώδης ("Η Κουκλίτσα της Νέας Ορλεάνης"). Στην πορεία, ωστόσο, έβαλε την υπογραφή του σε φιλμ που άφησαν διακριτό αποτύπωμα στο έργο του, εμπλουτίζοντάς το χαρακτηριστικά. Το "Ατλάντικ Σίτι" (1980), για παράδειγμα, το πιο "αμερικανικό" από τα φιλμ του, αποτελεί μια συμβολική σύγκρουση παρελθόντος και μέλλοντος, τιμιότητας και παρανομίας, μέσα από τη σχέση μιας ανερχόμενης τζογαδόρισσας (Σούζαν Σαράντον) και ενός γκάνγκστερ (Μπαρτ Λάνκαστερ). Ακολούθησε μία από τις σπουδαιότερες ταινίες του Μαλ, το δεξιοτεχνικά γραμμένο "My Dinner with André" (1981). Μια ωδή στα αδιέξοδα της ρουτίνας, τις καθημερινές ανούσιες σκέψεις και τη λυτρωτική επίδραση της παρέας, με ένα αψεγάδιαστο σενάριο βασισμένο σχεδόν αποκλειστικά σε διαλόγους.

Πεισματικά αταξινόμητος

Πού ανήκει τελικά ο κινηματογράφος του Μαλ; Παντού και πουθενά είναι η βολική, αλλά αληθινή απάντηση. Μακριά από εύκολες κατηγοριοποιήσεις, εξίσου σινεφίλ όσο και εμπορικός και ανάλαφρος ("Η Ζαζί στο Μετρό", "Viva Maria!"), ο σκηνοθέτης υπήρξε απρόβλεπτος σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Όπως στα τέλη των 80s, όταν αποφάσισε να κοιτάξει ξανά στο παρελθόν για να βρει έμπνευση, από τη δική του ζωή μάλιστα. Το "Αντίο Παιδιά" (1987), μεταξύ των τελευταίων μεγάλων του φιλμ, βασίζεται στις αναμνήσεις του Μαλ από έναν ιερέα που ρίσκαρε τη ζωή του για να προστατέψει παιδιά Εβραίων από τους ναζί. Ένα καθαρόαιμο arthouse δράμα, δίχως τις αμφίσημες προθέσεις άλλων φιλμ του σκηνοθέτη, που του έφερε το δεύτερο Χρυσό Λιοντάρι της καριέρας του. 

Η πρώτη χρυσή ευκαιρία

Φρέσκος από τις κινηματογραφικές σπουδές του, ο Μαλ καταφέρνει να βάλει την πρώτη σκηνοθετική υπογραφή του πλάι σε έναν σπουδαίο εξερευνητή. Ο θρυλικός Ζακ Κουστό, πήρε στο πλάι του το δημιουργό για να συν-σκηνοθετήσουν το "The Silent World" (1956). Ένα ρηξικέλευθο ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε εν πλω και ένα από τα πρώτα που απεικόνισε έγχρωμα τον μαγευτικό κόσμο του βυθού. Μάλιστα, ο Μαλ κατασκεύασε ειδικό εξοπλισμό ώστε να μπορούν οι κάμερες να καταδυθούν σε Μεσόγειο και Ερυθρά Θάλασσα. Το ντοκιμαντέρ έγινε το πρώτο που απέσπασε Χρυσό Φοίνικα, ενώ βραβεύτηκε και με Όσκαρ.
  



Επιστροφή

Νέο App του Summer Cinemas

Κατεβάστε το στις φορητές συσκευές σας για άμεση ενημέρωση και αγορά εισιτηρίων προσφοράς.

qr-gplay qr-appst
icon-gplay icon-appstore