ΕΙΔΗΣΕΙΣ |
«Η ζωή είναι σινεμά μωρό μου»: Βόλτα στα θερινά σινεμά της Αθήνας | elculture.gr
ΝΕΑ | 02-06-2023 10:01«Το καλοκαίρι θα ‘ρθεί στην ταράτσα του Βοξ ...ραντεβού θα σου δίνω στα σκαλιά του Εκράν»
Κείμενο: Νίκος Γρυλλάκης
email: n.gryllakis@elcproductions.gr
Το καλοκαίρι πλησιάζει -ίσως να έχει ήδη φτάσει- και τα περισσότερα θερινά σινεμά, αν όχι όλα, έχουν αρχίσει να παγώνουν τις μπύρες τους, έχουν καθαρίσει τις αυλές και τις ταράτσες τους και αναμένουν τον σινεφίλ κόσμο να γεμίσει τις καρέκλες, να δώσει ξανά ζωή στον χώρο τους, μέχρι ο καιρός να αρχίσει να ψυχραίνει και εμείς να επιστρέψουμε πίσω στα ζεστά.
Θερινό σινεμά -ή και σκέτο «θερινά», αφού το επίθετο έχει ουσιαστικοποιηθεί και κανείς δεν μπερδεύεται όταν ακούει τη λέξη μόνη της, σημαίνει ελευθερία. Ειδικά για μια πόλη όπως την Αθήνα, που οι ρυθμοί είναι ξέφρενοι, η ζέστη αποπνικτική και η ανάγκη για απόδραση μεγάλη, τα θερινά σινεμά αποκτούν μια εξαιρετικά ρομαντική διάσταση: οι μπύρες και τα τσιγάρα κάτω από τα φώτα των πολυκατοικιών, ο καπνός που ανεβαίνει ψηλά, μέχρι τα άστρα του ουρανού που παρατηρεί τους θεατές, οι γείτονες που βλέπουν και ξαναβλέπουν την ίδια ταινία, κάποιοι αμετανόητα ρομαντικοί και άλλοι έξαλλοι λόγω της φασαρίας. Το σκυλί που γαβγίζει λίγο πιο εκεί, η ταινία που σε κάνει να μη βρίσκεις τον δρόμο της επιστροφής από τη συγκίνηση, τα γέλια που τραντάζουν τον χώρο και ο ήχος των χαλικιών κάτω από τα πόδια σου, σαν να σου υπενθυμίζει ότι πρέπει να φύγεις.
Το ελc επισκέφτηκε τα θερινά σινεμά, τις πρώτες εβδομάδες λειτουργίας τους και με αφορμή την επίσημη έναρξη του καλοκαιριού μίλησε με τους ανθρώπους τους για το τι σημαίνει θερινό σινεμά, για τις αναμνήσεις τους και τις ελπίδες τους, για τις ταινίες του χθες και του σήμερα, για τους ψιθύρους στις αυλές κάτω από τον ουρανό.
Ακολουθεί αναλυτικό ρεπορτάζ από τους θερινούς κινηματογράφους της Αττικής.
Στο άρθρο συμμετέχουν τα εξής σινεμά: Cine Θησείον, Cine Δεξαμενή, Ριβιέρα, Βοξ, Αθηναία, Στέλλα, Κάρμεν, Δάφνη, Αίγλη Ζαππείου, Cine Γαλάτσι, Cine Φιλοθέη, Cine Ψυχικό, Cine Αβάνα, Εκράν, Ηλέκτρα, Αμίκο, Άνοιξη, Κήπος, Νέα Μασκώτ, Φλερύ, Αλεξάνδρα.
Συναντιέμαι με την Πέγκυ Ρίγγα στη Ριβιέρα των Εξαρχείων -συμπτωματικά ακριβώς έναν χρόνο από τη μέρα που παρακολούθησα τα Μαγνητικά Πεδία. Με καλωσορίζει θερμά και μέσα από την ιστορία τη δική της και του πατέρα της, ταξιδεύω στην ιστορία των θερινών σινεμά της Αθήνας.
Η Πέγκυ διαχειρίζεται εκτός από τη Ριβιέρα και το ιστορικότατο και 85 πια ετών Βοξ αλλά και την Αθηναία. Η ιστορία της συναντά με έναν τρόπο την ιστορία του Εκράν που μου διηγείται ο Άλκης Γούναρης, του οποίου η οικογένεια διαχειρίζεται εκτός από το Εκράν και τα θερινά Ηλέκτρα, Αμίκο, Άνοιξη, Κήπος και Νέα Μασκώτ ενώ έχει έντονη παρουσία στη διανομή ταινιών με ειδίκευση στις επανεκδόσεις.
«Εγώ μεγάλωσα μέσα στη Ριβιέρα. Υπάρχουν φωτογραφίες μου που είμαι με το τρίκυκλο ποδήλατο. Εδώ ήταν η παιδική μου χαρά, εδώ είναι το σπίτι μου. Ο μπαμπάς μου δεν μου άφησε διαμέρισμα, μου άφησε σινεμά.
Όλοι αυτοί οι χώροι είναι δημιουργήματά του. Η ιστορία του πατέρα μου είναι η ιστορία της ταινίας του Σινεμά, ο Παράδεισος. Από μικρό παιδί βρέθηκε σε έναν κινηματογράφο στην Άρτα, όπου γεννήθηκε, δούλεψε σε διάφορα πόστα, έμαθε τη μηχανή και μετά ήρθε στην Αθήνα να δουλέψει ως μηχανικός σε διάφορα σινεμά. Έπρεπε να μαθητεύσεις τότε για να το κάνεις. Είχε πάθος μέσα του για τη δουλειά. Νοίκιασε την Άννα στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης, δεν υπάρχει πια -ίσως να υπάρχει ένα κομμάτι της οθόνης.
Το 1969 έφτιαξε τη Ριβιέρα. Στον χώρο τότε υπήρχαν δύο νεοκλασικά και κάηκαν. Πέρασε ο πατέρας μου και σκέφτηκε ότι αυτά θα τα κάνει ένα ωραίο σινεμά. Η Ριβιέρα έχει διεύθυνση Βαλτετσίου 46-48, γιατί επρόκειτο για δύο διαφορετικά οικόπεδα. Ένα σινεμά ανάμεσα στα πολλά, τότε. Τη δεκαετία του ’60-’70 ήταν κοντά 500-600 σινεμά, απίθανος αριθμός. Ένα καινούριο σινεμά μέσα στον σωρό και μάλιστα έχοντας δίπλα του το θηρίο που λέγεται Βοξ, που υπάρχει από το 1938.
Το Βοξ ήταν η τηλεόραση της μπλε πολυκατοικίας. Έμεναν εκεί ο Φρέντυ Γερμανός, ο Κύρκος κ.α. Ο Φρέντυ Γερμανός έλεγε ότι έμαθε κινηματογράφο παρακολουθώντας από το μπαλκόνι του τις ταινίες του Βοξ. Ήταν τοπόσημο για την περιοχή, ένα θρυλικό σινεμά. Το καλοκαίρι θα’ ρθεί στην ταράτσα του Βοξ, στα σκαλιά του Εκράν. Για να μπορέσει η Ριβιέρα να σταθεί, απέναντι σε έναν θρύλο σε απόσταση 50 μέτρων, χτύπησε ο μπαμπάς μου το Βοξ σε δημοπρασία και το νοίκιασε το 1971 με πολύ υψηλό ενοίκιο. Ήταν χαμένος από τα έσοδα του Βοξ αλλά έτσι είχε τον έλεγχο της περιοχής, έπαιρνε τις ταινίες που ήθελε, διαπραγματευόταν διαφορετικά.
Ήταν επιχειρηματίας από τα γεννοφάσκια του. Το Βοξ φέτος κλείνει τα 85. Το έχουμε στην οικογένεια 52 χρόνια. Μια δεκαετία μετά το άνοιγμα της Ριβιέρας, βρήκε σε ένα σκοτεινό δρομάκι στις παρυφές τότε Κολωνακίου, ένα παρατημένο οικόπεδο, μπάζα ήταν. Έφτιαξε εκεί την Αθηναία, μια μικρογραφία της Ριβιέρας.
Μοναχοπαίδι, μεγάλωσα με τις αγωνίες των κινηματογράφων. Τα αδέρφια μου ήταν τα σινεμά. Ο πατέρας μου ήταν εξαιρετικά δραστήριος. Έγινε πρόεδρος των θερινών αιθουσαρχών και κυνήγησε πολύ να προστατεύσει τα σινεμά -λόγω της έντονης ανοικοδόμησης που βίωνε η Αθήνα το ’80. Πήγε στη Μελίνα, και με κάποια ΦΕΚ ανά τα χρόνια, κατάφερε να κηρύξει 47 διατηρητέους θερινούς κινηματογράφους στην Αττική. Έγιναν απίστευτα σκηνικά τότε, για να κηρυχθούν τα σινεμά διατηρητέα, οι ιδιοκτήτες έμπαιναν με μπουλντόζες και έπαιρναν ολόκληρο το σινεμά, με την καμπίνα. Χωρίς την κίνηση αυτή, τα σινεμά του κέντρου δεν θα υπήρχαν.
Θυμάμαι πως την εποχή του πατέρα μου κάποιοι έφεραν την αστυνομία όχι γιατί έπαιζε δυνατά η προβολή αλλά γιατί γελούσε ο κόσμος. Ήταν η Νύχτα των Βρικολάκων του Πολάνσκι, η Ριβιέρα γεμάτη. Ο κόσμος τρανταζόταν από τα γέλια και οι γείτονες κάλεσαν την αστυνομία. Τι έπρεπε, δηλαδή, να τους πει ο πατέρας μου; Μη γελάτε;».
Ο Άλκης Γούναρης περιγράφει μια διαφορετική εικόνα του κέντρου της Αθήνας από τη σημερινή. Τα θερινά σινεμά ήταν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της γειτονιάς και τόπος συνάντησης των κατοίκων. Το σινεμά που έφτιαξε ο πατέρας του, Κώστας Γούναρης, το Εκράν, διαμόρφωσε και διαμορφώθηκε από το ύφος των Εξαρχείων και προσέφερε στην Αθήνα ένα σινεμά σκεπτόμενο.
«Είμαστε στη δουλειά τέσσερις γενιές. Από τον παππού μου, που ήταν στον χώρο του κινηματογράφου, διανομή ταινιών και παραγωγή ταινιών. Μετά ο πατέρας μου, ο οποίος έχτισε την ιστορία. Αργότερα, από τη δεκαετία του 2000, ασχολήθηκα εγώ με το σινεμά και τώρα είναι στη δουλειά και ο γιος μου που τρέχει τα θερινά. Ειδικευόμαστε στα θερινά. Έχουμε εταιρεία διανομής που ειδικεύεται σε επανεκδόσεις. Φέρνουμε περίπου δέκα κλασικές ταινίες κάθε χρόνο τις οποίες διανέμουμε αποκλειστικά στους θερινούς κινηματογράφους. Έχουμε και την ψηφιακή πλατφόρμα, το Summer Cinemas, την πρώτη στο είδος της, που στεγάζει είκοσι κινηματογράφους σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και δίνει τη δυνατότητα στον κόσμο να αγοράσει εισιτήρια σε καλύτερες τιμές. Είναι μια δουλειά που τη βλέπουμε από όλες τις πλευρές, ένα πλήρες φάσμα υπηρεσιών για τα θερινά.
Το Εκράν φτιάχτηκε από τον πατέρα μου και τον Βασίλη Κατριβάνο σε μια περίοδο ιστορικά δύσκολη για την Ελλάδα και τράβηξε πολύ το ενδιαφέρον του κοινού λόγω των ταινιών που έπαιζε την εποχή του. Μιλάμε για τις αρχές της δεκαετίας του ’70, όλο το σινεμά της αμφισβήτησης και το νέο κύμα, από μόνο του το πρόγραμμα αποτελούσε μια πολιτική θέση. Το αγκάλιασε ο κόσμος. Καθιέρωσε το σκεπτόμενο σινεμά στην Ελλάδα, ξέφυγε από το εμπορικό πρόγραμμα και επέλεξε έναν δρόμο πιο εναλλακτικό. Ακολούθησαν και άλλα σινεμά.
Εγώ είχα την τύχη από πολύ μικρός να είμαι μέσα στο σινεμά και ειδικά στα θερινά. Αχιλλέας, στην Πατησίων, αυτό ήταν το πρώτο σινεμά στο οποίο με θυμάμαι, δεν υπάρχει πια. Θυμάμαι να μαζεύω τα μπουκάλια της Coca-cola, μιλάμε για μια ηλικία πριν καν πάω σχολείο. Εκείνη την εποχή, τέλη της δεκαετίας του ’60, υπήρχαν περίπου 500-600 θερινά σινεμά στην Αθήνα. Σήμερα πρέπει να είναι περίπου 60. Τα σπίτια ήταν πιο μικρά, ο κόσμος ήταν έξω, στις πλατείες, στα ζαχαροπλαστεία, στο κέντρο, Κυψέλη, Εξάρχεια. Θυμάμαι πολλές φορές να περπατάω με τους γονείς μου μία τη νύχτα, στην Πατησίων, μετά από τη βραδινή προβολή.
Είναι πια μια παράδοση τα θερινά σινεμά. Οι κήποι και οι αυλές σου προσφέρουν μια αίσθηση ελευθερίας. Δροσερά βράδια στην Αθήνα, δεν είναι και λίγο. Το θερινό σινεμά είναι ένα είδος κοινωνικότητας της γειτονιάς. Βλέπω ανθρώπους που συναντιούνται στα θερινά σινεμά».
Ιδιαίτερη ιστορία και ίσως λίγο απρόσμενη έχει και το Cine Δεξαμενή. Ο χώρος, όπως μου εξηγεί ο Πέτρος Μπαστέας, είναι συνδεδεμένος άρρηκτα με την ΕΥΔΑΠ και την ύδρευση της Αθήνας.
«Εδώ ήταν η Δεξαμενή από την οποία υδρευόταν η Αθήνα, το Αδριάνειο Υδραγωγείο. Υδροδοτούσε την Αθήνα μέχρι την εποχή της τουρκοκρατίας. Ήταν εγκαταλελειμμένη. Τότε, το 1991, δεν ξέρω πώς το είδαν, και φαντάστηκαν πως πάνω στην ταράτσα της Δεξαμενής, μπορεί να γίνει θερινό σινεμά. Με πολύ μεράκι. Δεν φτιάχτηκε από κάποιον άλλον, αλλά από εμάς. Στην αρχή είχε χαρακτηριστικά κινηματογραφικής λέσχης. Στη συνέχεια έβγαλε άδεια θερινού σινεμά και λειτουργεί κανονικά έκτοτε όπως όλα τα σινεμά. Πάντα είχε σινεφίλ χαρακτήρα το σινεμά αυτό. Το πονάμε αυτό το σινεμά, εμείς και οι εργαζόμενοι.
Ο χώρος δεν έχει έναν υπεύθυνο. Είναι μια συλλογική διαδικασία. Είναι ένα συνεταιριστικό εγχείρημα. Έχουν περάσει πέντε ή έξι χρόνια που έχουμε την ψηφιακή μηχανή (πια δεν έχουμε μπομπίνες ούτε σελιλόιντ) και ετοιμαζόμαστε να πάρουμε καινούρια μηχανή. Δοκιμάζουμε και αλλάζουμε πράγματα συνέχεια, προσπαθούμε να διατηρούμε την ποιότητα. Ο κόσμος δεν θεωρεί τον θερινό κινηματογράφο μια δευτερεύουσας ποιότητας διασκέδαση. Έχει απαιτήσεις.
Τα θερινά σινεμά πολλοί τα θεωρούν αξιοθέατα. Έρχονται άνθρωποι μόνο για να δουν τι είναι εδώ. Πολλοί ξένοι κόβουν εισιτήριο, ενώ μιλάνε μόνο αγγλικά και κάθονται να δουν γαλλική ταινία, χωρίς αγγλικούς υπότιτλους. Κάθονται, πίνουν την μπύρα τους, απολαμβάνουν τη δροσιά και φεύγουν. Τον Απρίλιο μας ήρθε mail από την Ινδία: Είμαι ο τάδε, θα έρθω τον Οκτώβριο στην Ελλάδα και θέλω να μου πείτε τι θα παίζετε, για να έρθω να παρακολουθήσω την ταινία. Ήθελε να προγραμματίσει να έρθει να δει ταινία στη Δεξαμενή».
Δεν χρειάζεται πολύς χρόνος για να καταλάβει κανείς πως ο Πέτρος Μπαστέας είναι σινεφίλ, το σινεμά φαίνεται να το αγαπάει πολύ και με πάθος.
«Έχω αρρώστια με τον κινηματογράφο. Ήθελα να γίνω σκηνοθέτης και πήγα στη Σχολή Σταυράκου. Ακολούθησα άλλη πορεία. Παλιότερα, έβλεπα τρεις ταινίες τη μέρα. Θεωρώ κορυφαία ταινία τον Πολίτη Κέιν, μπορεί να την έχω δει και δεκαπέντε φορές. Είμαι φαν του Αγγελόπουλου. Πιστεύω πως ο Θίασος, αν ήταν ταινία που γύρισε Αμερικανός σκηνοθέτης, θα θεωρούνταν η σπουδαιότερη ταινία όλων των εποχών. Την είδα πρώτη φορά το ’77.
Παλιότερα, έπαιρνα για να διαβάσω κριτικές ταινιών τέσσερις διαφορετικές εφημερίδες. Η κριτική κινηματογράφου έβγαινε την Τρίτη. Δευτέρα δεν έβγαιναν πρωινές εφημερίδες. Ο Ραφαηλίδης στην Καθημερινή, ο Μοσχοβάκης στην Αυγή, ο Δανίκας στον Ριζοσπάστη, ο Μικελίδης στην Ελευθεροτυπία, ονόματα της κριτικής. Ο Κουτσογιαννόπουλος ήρθε πιο μετά. Έπρεπε να πάρεις τέσσερις-πέντε εφημερίδες για να διαβάσεις κριτική. Κάθε εβδομάδα έβγαιναν πέντε καλές ταινίες».
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που παρατηρούμε πως στο ίδιο πρόσωπο συνυπάρχουν δύο ιδιότητες, αυτή του διανομέα ταινιών και εκείνη του αιθουσάρχη. Τρεις τέτοιες περιπτώσεις είναι ο Άλκης Γούναρης, ο Ανδρέας Κονταράκης, ο Φώτης Παπαγεωργίου και ο Χρήστος Μπεχτσής.
Ο Φώτης Παπαγεωργίου, διευθυντής της εταιρείας διανομής Spentzos Film, ο οποίος διαχειρίζεται τα θερινά σινεμά Αίγλη Ζαππείου, Cine Γαλάτσι, Cine Φιλοθέη, Cine Ψυχικό, Cine Αβάνα επισημαίνει πως για να διατηρείς θερινό σινεμά πρέπει να έχεις μεράκι και αναφέρει πως ο δεσμός του διανομέα και του αιθουσάρχη είναι αναπόσπαστος.
«Όσοι έχουν θερινούς κινηματογράφους ή τους διαχειρίζονται, το κάνουν σίγουρα με μεράκι. Είναι κάτι τελείως διαφορετικό από τη χειμερινή αίθουσα. Εγώ πρωτοξεκίνησα να βλέπω θερινό κινηματογράφο σε ηλικία πέντε ετών, γιατί οι γονείς μου είχαν μια βιοτεχνία που ήταν ακριβώς δίπλα στον θερινό κινηματογράφο Ζαΐρα στο Γαλάτσι. Εκεί έχω προλάβει και έχω δει ελληνικές ταινίες με επισκεψιμότητα τόσο μεγάλη που εγώ καθόμουν σε καφάσι της Coca-Cola για να παρακολουθήσω την ταινία, δεν υπήρχαν καθίσματα. Με ήξεραν από παιδάκι οι άνθρωποι που το διαχειριζόντουσαν, δίναμε τις πορτοκαλάδες απευθείας από το καφάσι στον κόσμο.
Έχουν μεγαλώσει γενιές και γενιές οι θερινοί κινηματογράφοι. Όταν πια άρχισα να μεγαλώνω και να καταλαβαίνω περισσότερα πράγματα, μου άρεσε να πηγαίνω σχεδόν στην οθόνη, να βλέπω τις αντιδράσεις του κόσμου, πότε θα γελάσουν και πότε θα συγκινηθούν. Άρχισε και με μάγευε αυτό. Να παρακολουθώ τις αντιδράσεις του κόσμου, ξέροντας τι θα συμβεί.
Ήρθε κάποτε μια κυρία μεγάλη σε ηλικία που ζήτησε τον υπεύθυνο. Ρώτησα τι θα ήθελε και μου έδωσε το χέρι της. Μου είπε ότι την κάναμε να θυμηθεί κάτι από τα νιάτα της. Ήταν μια πολύ όμορφη στιγμή. Με ευχαρίστησε γιατί επέστρεψε πίσω στα χρόνια που ήταν πιο νέα.
Αν δεν υπάρχει ο διανομέας, δεν υπάρχει ο αιθουσάρχης και αντιστρόφως. Ο δεσμός είναι απαραίτητος. Η διανομή αναλαμβάνει πάντα το μεγαλύτερο ρίσκο. Οι διανομείς αγοράζουν ταινίες διαβάζοντας σενάρια, βλέποντας promo. Είναι πολύ μεγάλο ρίσκο. Η αγορά ταινιών είναι ένα πολύ ακριβό σπορ, τα δικαιώματα πλέον είναι πολύ ακριβά, είναι υψηλό το τίμημα για μια εταιρεία διανομής για να αποκτήσει μια ταινία. Πρώτα το ρίσκο το παίρνει η διανομή και μετά οι αίθουσες».
Ο Χρήστος Μπεχτσής τονίζει πως το Cinobo, η ψηφιακή πλατφόρμα και εταιρεία διανομής που διευθύνει, αντιμετωπίζει το σινεμά ως σύνολο και στόχος του είναι να επικοινωνήσει αποτελεσματικά τις ταινίες που διανέμει για να συναντήσουν το κοινό τους. Στα σινεμά που διαχειρίζεται (Αλεξάνδρα στο Χαλάνδρι και Φλερύ στην Καλλιθέα), οι ταινίες του Cinobo συναντούν σε φυσικό χώρο το κοινό.
«Τα θερινά σινεμά με την κινηματογραφική διανομή έχουν μια σχέση. Τα θερινά σινεμά για εμάς είναι μια επιχείρηση αυτόνομη αλλά υπάρχει στενή συνεργασία με το πρόγραμμα του Cinobo. Το σινεμά, που δεν είναι εμπορικό σινεμά, είναι σινεμά δημιουργών, arthouse, δεν πήγαινε σε όλον τον κόσμο. Μέσα στα blockbusters, στον πολύ θόρυβο, δεν μπορούσε να ανασάνει, δεν μπορούσε να συνεχίσει, δεν το μάθαινε ο κόσμος.
Η υπόσχεση του Cinobo ήταν ότι θα φιλοξενήσει το σύγχρονο ελληνικό σινεμά στην πλατφόρμα. Μιλώντας με τους δημιουργούς, για ταινίες που δεν βρίσκονταν πουθενά, ταινίες τις οποίες συνέλεξε και συλλέγει για να βάλει μέσα στην πλατφόρμα, είδαμε ότι υπάρχει ανάγκη να βγουν αυτές οι ταινίες στο σινεμά, στις αίθουσες. Το υποστηρίξαμε και πέτυχε. Ο κόσμος θέλει να βλέπει ελληνικό σινεμά και να γνωρίζει και να μιλάει σε εκείνους που συντελούν στο να γίνει αυτή η ταινία που είδε το βράδυ του. Μια ωραία ατμόσφαιρα, μια χημεία -ακόμα κι αν δεν αρέσει η ταινία γίνεται διάλογος. Ο κόσμος θέλει να βλέπει σινεμά του δημιουργού».
Τόσο η Πέγκυ Ρίγγα όσο και ο Χρήστος Μπεχτσής μου εξηγούν πως αυτό που συνέβη την περασμένη σεζόν με τα Μαγνητικά Πεδία ήταν μια μεγάλη και πολύ ευχάριστη έκπληξη.
Η Πέγκυ βλέπει τον εαυτό της ως μια πολύ καλή οικοδέσποινα όταν το σινεμά γεμίζει:
«Όταν έχεις ένα γεμάτο σινεμά, η αδρεναλίνη πηγαίνει στα ύψη. Δεν έχει να κάνει με τον αριθμό των εισιτηρίων και τα χρήματα. Για μένα είναι σαν να τους υποδέχομαι στο σπίτι μου. Σαν να είναι ένα πολύ επιτυχημένο πάρτι. Ήρθαν όλοι οι καλεσμένοι μου γιατί είμαι πολύ καλή οικοδέσποινα.
Τα Μαγνητικά Πεδία είναι από τις λίγες ταινίες -σε έναν βαθμό και το Digger, που μας έκαναν διπλά sold-out. Αυτό που ζήσαμε με τα Μαγνητικά Πεδία δεν θα το ξανασυναντήσουμε πολύ σύντομα. Το καλοκαίρι έκανε 20.000 εισιτήρια και κάναμε στη Ριβιέρα 11.000-12.000 και το Βοξ έκανε άλλα 2.000-3.000. Οπότε, ναι, την ταινία την είδε όλη η Αθήνα στα Εξάρχεια. Δεν ξέρω αν έχει ξανασυμβεί σε θερινό κινηματογράφο να παίζεται η ίδια ταινία δεκαέξι συνεχείς εβδομάδες. Οι γείτονες δυσανασχετούσαν που θα παίζαμε πάλι Μαγνητικά Πεδία, το άκουγαν κάθε βράδυ!
Είχε έρθει ο Τριανταφυλλίδης το 2014-2015 και μου είχε ζητήσει να παίξουμε τους Αισθηματίες, την τελευταία του ταινία, νομίζω. Του είχα πει τότε βρε, Νίκο, δεν πάνε στα θερινά τα ελληνικά. Το φέρω βαρέως. Αυτό με τις ελληνικές ταινίες, τα τελευταία χρόνια, προέκυψε λόγω της πανδημίας. Λίγο πριν κλείσουν τα σινεμά, έπαιζε η Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς στο Άστυ. Ήταν το μόνο σινεμά που έκανε sold-out. Έπαιξε μία εβδομάδα και το έκλεισαν. Άνοιξε η θερινή σεζόν με αυτήν την ταινία και έγινε λαϊκό προσκύνημα. Ελληνικές ταινίες έκαναν έναν κύκλο που ίσως στις κλειστές αίθουσες να μην τον έκαναν.
Εγώ έχω επιλέξει τον δρόμο τον λιγότερο ταξιδεμένο, να είμαι ανεξάρτητη και να προσπαθώ να επιλέγω τις ταινίες. Αν θέλουν να την παίξουν στη Ριβιέρα, έχει καλώς. Δεν θέλω να νιώθω άσχημα για την ταινία που παίζω στο σινεμά. Σε μένα δεν θα κάνει εισιτήρια, το κοινό της περιοχής έχει απαιτήσεις».
Ο Χρήστος Μπεχτσής μιλά για τα Μαγνητικά Πεδία ως μια τρυφερή, γλυκιά ταινία που κατάφερε και ξεπέρασε κάθε προσδοκία.
«Τα Μαγνητικά Πεδία ξεπέρασαν το φράγμα των τεσσάρων, πέντε χιλιάδων εισιτηρίων που συνήθως -στην καλύτερη περίπτωση- κάνουν τα μικρά ελληνικά ανεξάρτητα. Ξεπέρασε ταινίες blockbuster. Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Νομίζω πως βοήθησε ο μηχανισμός του Cinobo και ο τρόπος που τα παιδιά εδώ βοήθησαν να επικοινωνηθεί η ταινία στο κοινό που έπρεπε. Αυτό το κοινό άρχισε να ανοίγει.
Φέτος, το κάναμε πάλι με μια ακόμα ταινία ελληνική, τα Μπάσταρδα. Τα Μπάσταρδα είναι πιο δύσκολη ταινία, είναι σινεμά που θέλει προσοχή. Δεν είχε τις κριτικές που είχαν τα Μαγνητικά Πεδία. Παρόλα αυτά, ξεκίνησαν πολύ θεαματικά. Ο κόσμος θέλει να γνωρίσει τους Έλληνες δημιουργούς, τις φρέσκιες ματιές, τα νέα παιδιά. Είτε αρέσει είτε δεν αρέσει η ταινία, πηγαίνει να τη δει, πηγαίνει να τους γνωρίσει. Πέρυσι, ο Γιώργος ο Γούσης ήρθε πολλές φορές και μίλησε στον κόσμο μετά το τέλος της προβολής, τόσο στη Ριβιέρα, όπου έπαιξαν τα Μαγνητικά Πεδία, όσο και στο Φλερύ και την Αλεξάνδρα. Αυτό δημιούργησε μια ατμόσφαιρα.
Τα Μαγνητικά Πεδία ήταν μια ταινία που με ταξίδεψε και με ακούμπησε. Και ήταν ταινία για θερινό σινεμά. Η Ριβιέρα και τα Εξάρχεια ήταν το σπίτι τους, ο φυσικός τους χώρος. Όταν ξαναείδα την ταινία σε θερινό κινηματογράφο (την είχα πρωτοδεί στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης) κατάλαβα για ποιον λόγο πήγε να τη δει όλος αυτός ο κόσμος. Ήταν κάτι προχωρημένο, με ένα τόσο μικρό budget και μια ερασιτεχνική κάμερα να γυριστεί μια ωραία και τρυφερή και γλυκιά ταινία, ήταν μια επιτυχία. Ο σκληρός πυρήνας των σινεφίλ που το πρωτοείδαν διευρύνθηκε και έγινε ταινία must-see. Όλοι μιλούσαν για αυτό και κόσμος που δεν τον πολυενδιαφέρει το σινεμά πήγε και είδε την ταινία για να έχει άποψη. Πάντως -μια ταινία καλή είναι μια ταινία καλή. Θα πάει καλά σε κάθε εποχή, χειμώνα ή καλοκαίρι».
Το τηλέφωνο χτυπάει συνεχώς, ο Μιχάλης Μανιάκης απαντάει και ένα επαναλαμβανόμενο Θησείον, λέγετε συναντά την άλλη γραμμή του ακουστικού. Άγχος όσων καλούν, αν θα παίξει η ταινία λόγω πιθανότητας βροχής. Ο Μιχάλης Μανιάκης μου εξηγεί πως τα σύννεφα εκείνης της ημέρας δεν τον ανησυχούν και μου μιλά για το θερινό σινεμά στην καρδιά του κέντρου.
«Ο κόσμος, ακόμα και όταν βρέχει, παραμένει για να δει την ταινία και απολαμβάνει και τη δροσιά της βροχής.
Τον κινηματογράφο τον αναλάβαμε ως οικογένεια το 1980, δημιουργήθηκε το 1935, είναι από τους πρώτους θερινούς κινηματογράφους της Αθήνας. Τον ανέλαβε το 1980 ο πατέρας μου με τα τρία του αδέρφια, τα τελευταία πέντε χρόνια έχω πάρει τη σκυτάλη του πατέρα μου εγώ μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του.
Γεννήθηκα μέσα στον κινηματογράφο, τα πρώτα γενέθλια τα θυμάμαι εδώ πέρα. Θυμάμαι πως αφού φτιάχναμε τις καρέκλες, καθαρίζαμε τα τραπέζια και βάζαμε τα μαξιλάρια, μετά παίζαμε μπάλα με τον αδερφό μου. Μέχρι να έρθει ο κόσμος. Μια χρονιά πηγαίναμε βόλτα με τα ποδήλατα στον λόφο της Πνύκας. Από την πρώτη προβολή μέχρι το διάλειμμα, ανεβαίναμε με τον πατέρα μου στο δάσος και σκαρφάλωνα στα δέντρα.
Στο Θησείον έχει γίνει πρόταση γάμου. Πριν από τρία χρόνια περίπου ήρθε ένα παλικάρι, είχε ετοιμάσει ένα βίντεο, το φόρτωσα στη μηχανή, ήρθαν στη βραδινή προβολή, περίμεναν να φύγει ο κόσμος και της έκανε πρόταση όσο έπαιζε το βίντεο στην οθόνη. Από τις ωραιότερες στιγμές που έχω ζήσει εδώ πέρα».
Ο Ανδρέας Κονταράκης, διευθυντής της Weird Wave και υπεύθυνος των θερινών σινεμά Στέλλα, Κάρμεν και Δάφνη αναφέρεται στον αντίκτυπο που έχουν στον κόσμο οι επαναλειτουργίες σινεμά που παρέμεναν κλειστά.
«Η Στέλλα ήταν δημοτικός θερινός κινηματογράφος στην Κυψέλη, και παρέμενε κλειστός για οκτώ χρόνια περίπου και σε έναν δρόμο σκοτεινό. Έγινε πλήρης ανακαίνιση, πλύθηκε και φωτίστηκε το σημείο και φυσικά ενθουσιάστηκε η γειτονιά. Ο θερινός κινηματογράφος Κάρμεν ήταν κλειστός επί δεκαέξι ολόκληρα χρόνια. Το οικόπεδο έμοιαζε με ζούγκλα, η δε οθόνη δεν φαινόταν. Έγινε ένας πανέμορφος κινηματογράφος και από την αρχή, είχαμε επισκέψεις ανθρώπων, που μας έλεγαν ότι εδώ ερχόμουν μαθήτρια.
Αντίστοιχα και η Δάφνη ήταν ένας δημοτικός θερινός κινηματογράφος που υπολειτουργούσε τα τελευταία χρόνια. Η ανακαίνιση που έγινε, τον βοήθησε να έχει επισκεψιμότητα και ειδικό κοινό, που έψαχνε χρόνια ένα διαφορετικό σινεμά.
Ζω στην Κυψέλη από μικρό παιδί και με γνωρίζουν οι περισσότεροι. Όταν όμως άνοιξα ξανά την Στέλλα, με σταμάταγαν στον δρόμο, με αγκάλιαζαν και μου έλεγαν, από μπράβο, μέχρι και ευχαριστώ. Στο Κάρμεν ήρθαν πολλές οικογένειες και όσο φτιάχναμε τον χώρο, μας ρώταγαν, αν μπορούν να μπουν μέσα να το δουν. Δεκάδες πρώην κάτοικοι, ήταν συγκινημένοι, καθώς είχαν μνήμες μεγαλύτερες και από τα δεκαοχτώ χρόνια, που ήταν κλειστός ο κινηματογράφος.
Ασχολούμαι σαράντα χρόνια με τις ταινίες. Τα τελευταία δώδεκα χρόνια με διανομή ταινιών, ενώ στα τελευταία οκτώ χρόνια, ξαναέδωσα στους Αθηναίους δύο χειμερινά (Άστορ και Ανδόρα), που ήταν πολλά χρόνια κλειστά και τρία θερινά -και όλα αυτά, χωρίς καμία επιδότηση ή άλλη βοήθεια από το κράτος».
Asteroid City του Wes Anderson, Oppenheimer, Coup de Chance του Woody Allen, Barbie, Mission Impossible, Indiana Jones και επανεκδόσεις ταινιών των αδελφών Coen, του Hitchcock αλλά και ελληνικό σινεμά, Μπάσταρδα & Black Stone είναι λίγα μόνο από όσα θα φιγουράρουν στις μαρκίζες των θερινών φέτος.
Με τα λόγια των ανθρώπων του σινεμά:
Μιχάλης Μανιάκης: «Είναι σπάνιο να ανακαλύψεις κρυφά διαμάντια. Η επιλογή ταινιών είναι καθαρή ρουλέτα. Περιμένουμε μια Audrey Hepburn μέσα στον Ιούλιο, το Oppenheimer, τέλος Αυγούστου, αυτό περιμένουμε και εμείς και η εταιρεία παραγωγής ότι θα κάνει εισιτήρια. Tom Hanks, τέλος Ιουλίου, και πρέπει να είναι πολύ καλή ταινία –Asteroid City.
Για το Θησείο, καλά εισιτήρια σημαίνει 800 τη βραδιά. Δύο προβολές γεμάτες. Η βραδινή δύσκολο να κάνει τόσα. Είμαστε ανοιχτοί κάθε μέρα από τη μέρα που ανοίγουμε μέχρι τη μέρα που θα κλείσουμε. 400 άτομα εδώ μέσα, φαντάζεσαι, χάος! Παλιότερα, είχαμε ακόμα περισσότερα καθίσματα. Μπορεί να είχε και 650-700 καθίσματα. Έχουν τύχει χρονιές που έχουν γεμίσει όλα αυτά τα καθίσματα.
Πολίτης Κέιν, χαμός, πάταγος! Τα τελευταία χρόνια το πρόγραμμά μας στηρίζεται σε κλασικές ταινίες. Αλλά και blockbusters –Πειρατές της Καραϊβικής, Άδωξοι Μπάσταρδη, Breakfast at Tiffany’s. Πέρυσι πήγε πολύ καλά το Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες. Αστεία ιστορία με αυτήν την ταινία, την είδα στον κατάλογο της εταιρείας διανομής και δεν μου άρεσε, κάτι μου κλώτσαγε στον τίτλο. Τελικά τη βάλαμε και έκανε πάταγο, δεν το περίμενα. Ωραία ταινία. Άμα δεν την έχεις δει, βάλε να τη δεις.
Όταν ξεκινήσαμε να φέρνουμε τα κλασικά, ερχόταν ένας κάτοικος της περιοχής εδώ στο Θησείο και μας ανακοίνωνε τι θα παίξουμε, έφερνε κανονικά λίστα. Δεν χώραγε συζήτηση. Επέλεγε καλές ταινίες, αυτό είναι αλήθεια. Το κακό με τις κλασικές ταινίες είναι ότι δεν βρίσκονται εύκολα οι κόπιες και είναι δύσκολο να γίνει η ψηφιοποίηση.
Το Όσα Παίρνει ο Άνεμος, αυτό θα ήθελα να δω στην οθόνη του Θησείον. Ο θείος μου μου έχει πει πως είχε προβάλλει αυτήν την ταινία το 1960 σε έναν θερινό κινηματογράφο που είχε η οικογένεια στο Μπραχάμι, πιο μικρό από αυτόν, συνοικιακό. Το έπαιζε τότε όλη η Αττική. Πολλά εισιτήρια, ο ένας πάνω στον άλλον, χαμός γινόταν για το ποιος θα μπει μέσα. Είναι μια ταινία που θα ήθελα να τη δω εδώ, στον κινηματογράφο. Δεν την έχω δει ποτέ».
Πέτρος Μπαστέας: «Ο Woody Allen είναι μια σταθερή αξία, κάνει πάντα εισιτήρια, έχεις φίλους που τον ακολουθούν πιστά. Σαν και μένα. Θα δω κάθε ταινία του. Είναι σαν να κάνεις συλλογή. Όταν κάνεις συλλογή σε κάτι, δεν αφήνεις κάτι απ’ έξω. Έχω δει όλες τις ταινίες του από τότε που ξεκίνησε. Δεν θα δω την ταινία του τώρα που έχει πάει ενενήντα χρονών;
Wes Anderson, Indiana Jones, τέτοιες ταινίες περιμένουμε για να κάνουμε εισιτήρια. Το ευχάριστο είναι ότι κάθε χρόνο υπάρχουν ταινίες που δεν τις περιμένεις και κάνουν την έκπληξη. Ταινίες σχετικές με το #ΜeΤoo, ας πούμε».
Άλκης Γούναρης: «Οι ταινίες που φέρνουμε φέτος το καλοκαίρι αφορούν το σινεμά του Hitchcock και τους αδερφούς Coen. Κάθε χρόνο φροντίζουμε να κάνουμε ένα αφιέρωμα. Παλαιότερα είχαμε τον David Lynch, πιο πριν τον Kieślowski. Κάθε χρόνο κάνουμε tribute σε κάποιον αγαπημένο σκηνοθέτη. Φέτος, με αφορμή τα 25 χρόνια του Big Lebowski, έχουμε επιλέξει τους αδερφούς Coen -επετειακή επανέκδοση της ταινίας, 4K, το Fargo και το Blood Simple, την πρώτη τους ταινία που δεν έχει παιχτεί πολύ στην Ελλάδα. Πιστεύουμε πως θα έχει ενδιαφέρον. Τέσσερις κλασικές ταινίες του Hitchcok και ένα ακόμα επετειακό, το Wicker Man, μια ταινία-σταθμό στο horror, με τον Christopher Lee, κλασικό horror για τους λάτρεις του είδους. Roman Holiday στο Θησείον, Sweet Smell of Success, καταπληκτική ταινία που θα βγει μέσα στον Ιούνιο, θεωρείται πλέον από τις κλασικές, με δύο εμβληματικούς κακούς».
Χρήστος Μπεχτσής: «Στις 8 Ιουνίου ανοίγουμε, ως Cinobo, μια ελληνική παραγωγή, το Black Stone, πήρε πέντε βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης -όπως και τα Μαγνητικά Πεδία– πήρε βραβεία κοινού, οπότε ελπίζουμε να πάρει τα βραβεία κοινού και στις αίθουσες.
Φέτος, το καλοκαίρι θα είναι πιλότος για τα επόμενα. Υπάρχουν πολλές blockbuster κυκλοφορίες. Στα θερινά κάποτε έβγαιναν μόνο επαναλήψεις και επανεκδόσεις και κάποιες ταινίες που ήταν στα αζήτητα από τη χειμερινή σεζόν. Αυτό την τελευταία δεκαετία έχει αλλάξει -λόγω της πειρατείας, τα μεγάλα στούντιο ανάγκασαν τις εταιρείες διανομής να ανοίγουν τις ταινίες ταυτόχρονα με την Αμερική και τον κόσμο. Μετά το 2015, που περάσαμε από τις κόπιες των 35mm στα DCP, τα αμερικάνικα γραφεία έβαλαν αυτόν τον περιορισμό και ανάγκασαν και τα γραφεία στην Ελλάδα να βγάζουν και καλοκαίρι τα blockbuster, αντί του χειμώνα. Ξαφνικά παίζονταν στο θερινό σινεμά καινούριες ταινίες, με επώνυμους ηθοποιούς και αυτό έδωσε στο σινεμά μια άλλη γυαλάδα.
Έχουμε φτάσει σε μια σεζόν που περιμένουμε δέκα blockbuster (ενδεικτικά Mission Impossible, Indiana Jones). Δίπλα σε αυτά περιμένουμε επανεκδόσεις από διάφορα γραφεία (Hitckcock, αδελφούς Coen, Agatha Christie). Θα έχουμε ενδιαφέροντα πράγματα στα θερινά σινεμά, για όλους. Τόσο καλή χρονιά σε κυκλοφορίες, δεν θυμάμαι να είχαμε. Η πιο δυνατή χρονιά σε επίπεδο ταινιών για τα θερινά.
Μόνο ο καιρός να είναι σύμμαχος. Δεν κάνει κρύο στην Ελλάδα!».
«Το θερινό σινεμά εμπνέει τον κόσμο, δεν υπάρχει οροφή, δεν υπάρχει η συσκότιση που υπάρχει στη χειμερινή αίθουσα. Όλη η διαδικασία είναι χαλαρή. Ακόμα και οι πολυκατοικίες που υπάρχουν γύρω, τα φώτα που αναβοσβήνουν, τα σκυλιά που μπορεί να γαβγίζουν, είναι μέρος της διαδικασίας. Είναι σημαντικό για πολλούς ανθρώπους -ειδικά τους νέους- ότι μπορούν να πίνουν ταυτόχρονα το ποτό τους, να καπνίσουν ένα τσιγάρο -φωτάκια, ποτό! Μοιράζεσαι μια κοινή εμπειρία με πέντε, δέκα, διακόσιους άγνωστους ανθρώπους την ίδια στιγμή και βιώνεις το ίδιο συναίσθημα πάνω-κάτω με όλους αυτούς τους ανθρώπους που δεν γνωρίζεις και κάθεστε δίπλα-δίπλα. Αυτό είναι ανεκτίμητο».
Πηγή και κεντρική φωτογραφία: https://elculture.gr/i-zoi-einai-sinema-moro-mou-volta-sta-therina-sinema-tis-athinas/
Επιστροφή