ΕΙΔΗΣΕΙΣ |
Η Λεωφόρος της Δύσεως | Από 15 Αυγούστου στον κινηματογράφο Ριβιέρα
ΝΕΑ | 07-08-2024 14:181950, ΗΠΑ, 110 λεπτά, Ασπρόμαυρο, Αγγλικά, μυθοπλασία, DCP 2K – 1:1,85 Ψηφιακά ανακαινισμένη κόπια
Πρωταγωνιστούν: Γκλόρια Σβάνσον, Ουίλιαμ Χόλντεν, Έριχ Φον Στροχάιμ,
Νάνσι Όλσον
Σενάριο: Μπίλι Γουάιλντερ, Τσαρλς Μπράκετ
Σκηνοθεσία: Μπίλι Γουάιλντερ
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Τζον Σάιτς
Μοντάζ: Άρθουρ Σμιτ
Μουσική: Φραντς Γουάξμαν
Καλλιτεχνική Διεύθυνση/Σκηνικά: Χανς Ντράιερ, Τζον Μίχαν, Σαμ Κάμερ,
Ρέι Μόγιερ
Κοστούμια: Ίντιθ Χεντ
Παραγωγός: Τσαρλς Μπράκετ
Παγκόσμια εκμετάλλευση: PARAMOUNT
Ελληνική διανομή: RIVIERA
ΒΡΑΒΕΙΑ ΟΣΚΑΡ
‘Οσκαρ Σεναρίου (Μπίλι Γουάιλντερ, Τσαρλς Μπράκετ)
Όσκαρ Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης/Ντεκόρ (Χανς Ντράιερ, Τζον Μίχαν, Σαμ Κάμερ, Ρέι Μόγιερ)Όσκαρ Μουσικής (Φρανκ Γουάξμαν)
ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΕΣ ΟΣΚΑΡ
Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας (Τσαρλς Μπράκετ)
Όσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας (Μπίλι Γουάιλντερ)
Όσκαρ Ανδρικού Α Ρόλου (Γουίλιαμ Χόλντεν)
Όσκαρ Γυναικείου Α Ρόλου (Γκλόρια Σβάνσον)
Όσκαρ Ανδρικού Β Ρόλου (Έριχ Φον Στροχάιμ)
Όσκαρ Γυναικείου Β Ρόλου (Νάνσι Όλσον)
Όσκαρ Ασπρόμαυρης Φωτογραφίας (Τζον Σάιτς)
Όσκαρ Μοντάζ (Άρθουρ Σμιτ)
ΧΡΥΣΕΣ ΣΦΑΙΡΕΣ
Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ταινίας (Δράμα)
Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Σκηνοθεσίας (Μπίλι Γουάιλντερ)
Χρυσή Σφαίρα Γυναικείας Ερμηνείας (Γκλόρια Σβάνσον)
Χρυσή Σφαίρα Πρωτότυπης Μουσικής (Φρανκ Γουάξμαν)
ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΧΡΥΣΗ ΣΦΑΙΡΑ
Χρυσή Σφαίρα Β Ανδρικού Ρόλου (Έριχ Φον Στροχάιμ)
Χρυσή Σφαίρα Καλύτερου Σεναρίου (Μπίλι Γουάιλντερ, Τσαρλς Μπράκετ)
Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ασπρόμαυρης Φωτογραφίας (Τζον Σάιτς)
ΣΥΝΟΨΗ
Ο Τζον Γκίλις, αποτυχημένος σεναριογράφος των Χολιγουντιανών στούντιο, κυνηγημένος από τους πιστωτές του, καταφεύγει στην έπαυλη-μαυσωλείο μιας παρηκμασμένης, ξεχασμένης ντίβας των ημερών του βωβού κινηματογράφου, της ζάμπλουτης, μισότρελης Νόρμας Ντέσμοντ.
Ο Γκίλις θα εγκλωβιστεί στο φανταστικό, εμμονικό σύμπαν της Ντέσμοντ, που είναι πεπεισμένη ότι παραμένει στο προσκήνιο, και η ζωή του θα αλλάξει δραματικά.
H TAINIA
I wish my life was a non-stop Hollywood movie show A fantasy world of celluloid villains and heroes Because celluloid heroes never feel any pain And celluloid heroes never really die
The Kinks – Celluloid Heroes – Στίχοι: Ρέι Ντέιβις
«Τα γνήσια προϊόντα της Αμερικής τρελαίνονται»
Γκορ Βιντάλ
Από τη δεκαετία του 30 κιόλας, ο Αντρέ Μπαζέν μίλησε για τη σύνδεση του σινεμά με την τέχνη της μουμιοποίησης των Αρχαίων Αιγυπτίων, μια απόπειρα διατήρησης στην αιωνιότητα της μορφής του μεταστάντος Φαραώ. Ένα από τα θαύματα της «νέας Τέχνης» του 20ου αιώνα, ήταν η υλοποίηση του παλιού ονείρου. Τα σώματα των ηθοποιών παρέμεναν αιωνίως ζωντανά, καταγραμμένα για πάντα στο σελιλόιντ, πέφτοντας για ύπνο μέσα στις αποθηκευμένες μπομπίνες, ξαναζωντανεύοντας σε κάθε προβολή, μέσω της φωτεινής δέσμης από τον προβολέα στην οθόνη. Ως την εξάπλωση της τηλεόρασης, κάπου στα 40ς, ήταν μόνο στην αίθουσα του σινεμά που μπορούσε κανείς να βιώσει το ζωντάνεμα των ζόμπι που αναπαύονταν στο σελιλόιντ, πλην των ωρών των προβολών. Ο όρος «σινεφιλία», καθόλου τυχαία δεν εμφανίστηκε στη Γαλλία, στις αρχές της δεκαετίας του 20, περιγράφοντας την προτίμηση του υποκειμένου στην «κινηματογραφική πραγματικότητα» της μεγάλης οθόνης εις βάρος της πραγματικής ζωής. Ήταν το Χόλιγουντ που κατανόησε τον μηχανισμό της ταύτισης του θεατή με το κινηματογραφημένο σώμα, ειδικά του/της πρωταγωνιστή/τριας και κάπου εκεί άρχισε να «δουλεύει» και το «σταρ σύστεμ» με όλα τα σχετικά παραφερνάλια.
Ο Μπίλι Γουάιλντερ μεγάλωσε επαγγελματικά στους καιρούς των μεγάλων σταρ του βωβού, ήδη επαγγελματίας στον μεσοπόλεμο. Ήταν ο σεναριογράφος της «Νινότσκα», με την Γκάρμπο (μαζί με τον Τσαρλς Μπράκετ, συνσεναριογράφο της «Λεωφόρου της Δύσεως»), ήξερε καλά όλες τις μεγάλες ντίβες της εποχής, ζούσε κι αυτό στη Sunset Boulevard, δίπλα στις βιλάρες των «πρώτων ονομάτων». Φυσικά, έζησε από κοντά το λυκόφως των παλαιών σταρ, με την έλευση του ομιλούντος. Η ιδέα για ένα φιλμ με αυτό ακριβώς το θέμα γύριζε στο μυαλό του από τη δεκαετία κιόλας του 1940. Τελικά η «Λεωφόρος της Δύσεως» γυρίστηκε το 1950.
Υπάρχουν αμέτρητα τρίβια για τις συνδέσεις της ταινίας και των συντελεστών της με την εποχή του βωβού και μεταξύ τους. Από το αρχικό κάστινγκ (η Μάε Γουέστ αρνήθηκε να παίξει, δηλώνοντας απλά ότι «δεν είχε γεράσει», η Γκάρμπο αρνήθηκε, η Πόλα Νέγκρι είχε αφοσιωθεί στα παιδιά της), ως τις τελικές επιλογές της διανομής, ο Στροχάιμ είχε σκηνοθετήσει την Σβάνσον στις «χρυσές ημέρες» και τώρα έπαιζε τον ρόλο του παλιού της σκηνοθέτη, πολλά σκηνικά ανήκαν σε θρυλικές ταινίες από το παρελθόν, η ίδια η Σβάνσον επέλεγε τα κοστούμια της, με την Ίντιθ Χεντ απλώς να συμφωνεί, η Σβάνσον περνώντας από ακρόαση για την ταινία έριξε την ατάκα «μου κάνει κάστινγκ η Παραμάουντ, εμένα που έχτισα την Παραμάουντ» που ακούγεται και στην ταινία. Για να μην πιάσουμε τις «γκεστ» εμφανίσεις του Ντεμίλ (που γυρίζει στην πραγματικότητα το «Σαμψών και Δαλιδά» κι όχι για τις ανάγκες της ταινίας του Γουάιλντερ), της Χέντα Χόπερ, του Μπάστερ Κίτον που παίζουν τους εαυτούς του. Ο «κινηματογραφόφιλος» (ή νεκρόφιλος; ) θα βρει άφθονη τροφή για να θρέψει εμμονή του.
Ο Γουάιλντερ παρακολουθεί την τελευταία πράξη του Götterdämmerung μιας βασίλισσας/θεάς, μέσα στο ανάκτορό της. Κι ακόμα πιο ειρωνικά (ως και διαστροφικά), μέσω της αφήγησης ενός νεκρού από το πρώτο καρέ της ταινίας, ένα ξεκάθαρα σεναριακό εύρημα που του επιτρέπει να δώσει στην ταινία το νουάρ ύφος μυστηρίου που προτιμά, αποφεύγοντας το νατουραλιστικά, ψυχρά «ρεπορταζιακά» ή μελοδραματικά κλισέ, σε συνδυασμό με τα γοτθικά σκηνικά, την εξπρεσιονιστική φωτογραφία του Τζον Σάιτς (ο Γουάιλντερ επέμενε στο ασπρόμαυρο, ενώ το στούντιο πίεζε για έγχρωμο φιλμ) και το ιδιαίτερα «βαρύ» (και συνεχές) σκορ του Φρανκ Γουάξμαν.
Η «Λεωφόρος της Δύσεως» δεν είναι μια ταινία για το τέλος του «καθαρού σινεμά» (όπως χαρακτηρίζεται από κάποιους η περίοδος του βωβού). Κινηματογραφεί τον αφανισμό των δεινοσαύρων, των μεγάλων σταρ του Silver Sceeen, των οραματικών σκηνοθετών (ο Στροχάιμ ήταν ένας τέτοιος, που κυριολεκτικά εξοβελίστηκε από τα μεγάλα στούντιο, ψωμιζόμενος από ρόλους καρατερίστα), την πτώση ενός Αμερικανικού ειδώλου. Η Ντέσμοντ – Σβάνσον καταβροχθίζεται από την εικόνα της, αυτήν που παρακολουθεί καθημερινά στο ιδιωτικό της σινεμά. Το πάνω χέρι πια το έχουν τα στούντιο και οι «ιστορίες», ο Χόλντεν είναι σεναριογράφος, η μούσα του επίσης, οι παραγωγοί ψάχνουν πλέον περισσότερο «ιστορίες» και πλοκές, παρά γκλάμουρ, το τελευταίο είναι δουλειά των ΜΜΕ, των συντακτών κουτσομπολίστικων φυλλάδων.
Το μαρτύριο της Ντέσμοντ-Σβάνσον, είναι η αδυναμία να υπηρετήσει την εικόνα της. Κάπου εκεί, η «Λεωφόρος της Δύσεως» τέμνεται με τους σημερινούς, ψηφιακούς καιρούς μας. Οι αμέτρητες οθόνες και τα αμέτρητα προφίλ στις αμέτρητες εφαρμογές, διαμορφώνουν τις ψηφιακές μας προσωπικότητες-ομοιώματα, είδωλα της πραγματικής ζωής, αποκτώντας τη δική τους, δυνάμει αθάνατη μετα-ζωή. Το άτομο, σήμερα, σε έναν βαθμό υπηρετεί την ψηφιακή εικόνα του, αυτή που τροφοδοτεί το ίδιο με σκηνές της καθημερινότητάς του.
Η εικόνα όμως είναι παντοδύναμη. Κι ο διχασμός του όποιου «πραγματικού» εαυτού με την εικόνα που έχουμε γι’ αυτόν μέσα από την οθόνη, μπορεί να μας συντρίψει, όχι πάντως τόσο φαντασμαγορικά όπως την Νόρμα Ντέσμοντ.
Φωτογραφίες:
Επιστροφή