Η Javascript πρέπει να είναι ενεργοποιημένη για να συνεχίσετε!
ΕΙΔΗΣΕΙΣ
ShareThis

Amy: Το Κορίτσι Πίσω από το Όνομα

ΝΕΑ | 07-07-2015 11:54



Τέσσερα χρόνια μετά τον αιφνίδιο χαμό μιας από τις πιο επιδραστικές προσωπικότητες της σύγχρονης μουσικής βιομηχανίας, η εκρηκτική προσωπικότητα και το ταλέντο της αγαπημένης μας Έιμι Ουάινχαουζ αναβιώνουν στο κινηματογραφικό πανί. Φέτος το καλοκαίρι, δίνουμε το τελευταίο ραντεβού με την περσόνα που μέσα από δυο, μόλις, προσωπικές δισκογραφικές δουλειές κατάφερε να δημιουργήσει κάτι πραγματικά μοναδικό, παντρεύοντας το σόουλ ιδίωμα με στοιχεία από τζαζ και ρετρό-ποπ.

Η Έιμι Ουάινχαουζ δεν ήταν ξεχωριστή απλώς και μόνο επειδή κατάφερνε με τη μοναδική της φωνή και τους μεθυστικούς τις στίχους να μαγνητίζει τα πλήθη, αλλά επειδή η larger than life, πλην φοβερά βασανισμένη της ψυχή δε μπορούσε με τίποτε να προσαρμοστεί και να χωρέσει σε νόρμες. Και όλο αυτό δεν προσπάθησε στιγμή να το κρύψει, ούτε και να το εκλογικεύσει, αλλά το διοχέτευσε στην εθιστική μουσική της.

Τη σκηνοθεσία του ντοκιμαντέρ, που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο πρόσφατο Φεστιβάλ Καννών, ανέλαβε ο Ασίφ Καπάντια, δημιουργός του εξαιρετικού ντοκιμαντέρ «Senna», ο οποίος επεξεργάστηκε έναν μεγάλο όγκο -γνωστού αλλά και ανέκδοτου- υλικού, μαζί με νέες ακυκλοφόρητες συνεντεύξεις από κοντινά της πρόσωπα.

Στόχος του είναι να σκιαγραφήσει την ταραχώδη πορεία της βραβευμένης με πέντε Γκράμι Βρετανίδας μουσικού, από την παιδική της ηλικία στο Σάουθγκεϊτ του βόρειου Λονδίνου ως και τον πρόωρο θάνατό της το 2011 από δηλητηρίαση από αλκοόλ. Χάρη στο αφοπλιστικά ειλικρινές πορτρέτο της, μέσα από το πολυαναμενόμενο ντοκιμαντέρ «Amy», το αστέρι της Έιμι λάμπει και πάλι.

Η ομάδα πίσω από το «Amy»

Πριν τέσσερα χρόνια, ο σκηνοθέτης Ασίφ Καπάντια, ο παραγωγός Τζέιμς Γκέι-Ρις και ο μοντέρ Κρις Κινγκ κέρδισαν πάμπολλα βραβεία και επαίνους για το υπέροχο «Senna», το ντοκιμαντέρ που διηγήθηκε με τον δικό του μοναδικό τρόπο την ζωή και καριέρα του διάσημου Βραζιλιάνου οδηγού Formula 1.

Δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία της ταινίας, ο Γκέι-Ρις δέχθηκε μια αναπάντεχη πρόταση από τον πρόεδρο της Universal Music UK: οι τρεις τους να ασχοληθούν με μια ακόμη εμβληματική δημόσια φιγούρα, αυτή της Αγγλίδας μουσικού Έιμι Ουάινχαουζ, χρησιμοποιώντας το ίδιο αφηγηματικό στιλ.

Έχοντας αποδεχθεί την πρόταση «σε περίπου ένα νανοσεκόντ» όπως λέει ο ίδιος, ο Γκέι-Ρις μετέφερε την ιδέα στον Ασίφ Καπάντια, ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε στο βόρειο Λονδίνο, όπως η Ουάινχαουζ. «Όταν ο Τζέιμς με πήρε τηλέφωνο, μόλις είχα τελειώσει μια δουλειά για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και αυτό με είχε κάνει να σκεφτώ πολύ για την πόλη», λέει ο Καπάντια. «Ήθελα να κάνω κάτι εδώ, μια ιστορία για την πόλη και αυτή ήταν μια ιστορία συναρπαστική, παρόλο που δεν ήξερα πολλά για την Έιμι. Αλλά κάτι είχε συμβεί με εκείνη και ήθελα να δω πώς αυτό το κάτι συνέβη μπροστά στα μάτια μας. Πώς μπορεί κάποιος να πεθάνει έτσι στις μέρες μας; Και δεν ήταν σοκαριστικό – σχεδόν το ήξερα ότι θα συμβεί. Έβλεπες ότι είχε πάρει αυτόν τον δρόμο». Ο Καπάντια αποφάσισε να δώσει έμφαση στη λεπτομέρεια, στις σκιές: «για μένα, ήταν σαν ένα κορίτσι από τη γειτονιά μου. Μεγαλώσαμε στο ίδιο μέρος. Θα μπορούσα να την είχα γνωρίσει, να ήταν φίλη μου, συμμαθήτριά μου. Θεώρησα ότι έπρεπε να το ερευνήσουμε»..

Ο Γκέι-Ρις πλησίασε επίσης τον βραβευμένο μοντέρ Κρις Κινγκ, ο οποίος ενθουσιάστηκε με το πλούτο της ιστορίας. «Όλοι μας ξέραμε τα βασικά: η Έιμι έγινε γνωστή και μετά φοβερά διάσημη και έπειτα πέθανε, αλλά όλες οι λεπτομέρειες λείπουν. Έτσι η πρώτη μας δουλειά ήταν να συγκεντρώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο υλικό μπορούσαμε και να αρχίσουμε τις συνεντεύξεις. Όσο αυτές οι δύο διαδικασίες συνέχιζαν, ένα νήμα αφήγησης αναδύθηκε».

Η Έιμι μέσα από τους στίχους και τους κοντινούς  της ανθρώπους

Πριν ακόμη ξεκινήσει η φάση των συνεντεύξεων, η ομάδα κατέληξε στην ιδέα τού να αφηγηθούν την ιστορία μέσα από τους στίχους της Ουάινχαουζ, οι οποίοι εμφανίζονται στην οθόνη κατά τη διάρκεια της ταινίας. «Το αρχικό μας ένστικτο ήταν ότι τα τραγούδια της ήταν κρίσιμα», λέει ο Γκέι-Ρις, «κάτι σαν την ραχοκοκαλιά της ταινίας. Κοιτάξαμε τους στίχους και σκεφτήκαμε ότι αυτό θα ήταν σαν μια ταινία του Μπόλιγουντ, όπου η αφήγηση είναι στους στίχους και τα τραγούδια».

Οι στίχοι της Ουάινχαουζ ήταν, βέβαια, φοβερά προσωπικοί. Πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι γράφοντας τραγούδια η Ουάινχαουζ έκανε κάτι σαν ψυχοθεραπεία, ξόρκιζε δηλαδή δύσκολα κι επώδυνα συναισθήματα. «Όταν καταλάβεις τη ζωή της», λέει ο Καπάντια, «τότε οι στίχοι αποκτούν άλλο νόημα. Έτσι σκέφτηκα ότι απλώς πρέπει να αποκαλύψουμε τι αφορούσαν οι στίχοι. Όλοι ήξεραν ότι μπορούσε να τραγουδήσει, αλλά όχι και ότι μπορούσε να γράψει. Όλα όσα ακούσαμε ήταν αυτά που είχε μέσα της».

Έχοντας καταλήξει στην ιδέα των τραγουδιών ως μέσου αφήγησης, οι συντελεστές στράφηκαν στην ανεύρεση προσώπων από την ζωή της Ουάινχαουζ, τα οποία θα μιλούσαν για εκείνη. Αυτή η διαδικασία είχε τις δυσκολίες της, καθώς δεν ήταν άμεσα σαφές ποιους έπρεπε να αναζητήσουν, ποιοι ήξεραν την ιστορία της Ουάινχαουζ και από ποια πλευρά, αλλά και το ποιοι θα ήταν διατεθειμένοι να μιλήσουν.

Η Έιμι Ουάινχαουζ, εξάλλου, είχε μια τόσο περίπλοκη κοινωνική και προσωπική ζωή, που υπήρχαν αντιφατικές πληροφορίες για αρκετά σημεία της πορείας της. «Είχε παλιούς φίλους, διάσημους φίλους, νέους φίλους, όχι-και-τόσο-διάσημους φίλους, και σε όλους αυτούς παρουσίαζε διαφορετικές εκδοχές του εαυτού της», τονίζει ο παραγωγός της ταινίας. «Έτσι, όλοι είχαν διαφορετική αντίληψη για το ποια ήταν. Και αυτές οι αντιλήψεις δεν ταίριαζαν».

Σύντομα, η ομάδα αντιμετώπισε προβλήματα: κανείς δεν ήθελε να μιλήσει, πέρα από εκείνους που μιλούσαν συνήθως, και εκείνοι που την ήξεραν πραγματικά, αρνήθηκαν. Μάλιστα, οι στενότεροι φίλοι της Ουαϊνχάουζ είχαν πάρει όρκο σιωπής, ακριβώς μετά την κηδεία της.

Ο Καπάντια, ο οποίος έκανε τις περίπου 100 συνεντεύξεις για την ταινία, σημειώνει ότι η διαδικασία βασίστηκε στην δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης με τους συνεντευξιαζόμενους. «Ήταν όλα πολύ πρόσφατα και επώδυνα, με πολλές ενοχές και φορτισμένη ατμόσφαιρα. Συνεπώς, για κάποιους ανθρώπους-κλειδιά όπως η Τζουλιέτ Άσμπι και η Λόρεν Γκίλμπερτ, που ήταν οι δύο παλιότερές της φίλες, χρειάστηκε να προσπαθήσουμε για ένα χρόνο περίπου».

Παρόλο που η σχέση τους με την Ουάινχαουζ είχε σκαμπανεβάσματα κατά τη διάρκεια των χρόνων, η μαρτυρία τους ήταν απαραίτητη για να προσδώσει βάθος στην ιστορία και την πρωταγωνίστριά της: «ήταν σαν κι αυτές, ένα κορίτσι από τα προάστια του βόρειου Λονδίνου«, λέει ο Καπάντια. «Δεν γεννήθηκε για να γίνει διάσημη. Έγινε απλώς ένα φαινόμενο χωρίς να καταλάβει το πώς και οι δύο φίλες της μας υπενθυμίζουν αυτό που ήταν και από πού ήρθε. Στην αρχή, όλοι ήταν πολύ επιφυλακτικοί και εχθρικοί προς την ιδέα. Αλλά σιγά-σιγά υποχώρησαν και τελικά το είδαν σαν κάθαρση. Εγώ ήμουν αντικειμενικός, δεν ήμουν μέρος της μουσικής βιομηχανίας, δεν είχα κάποιο απώτερο σκοπό. Πολλοί ένιωσαν καλύτερα αφότου μας μίλησαν».

Οι συνεντεύξεις ήταν φορτισμένες συναισθηματικά – αρκετοί από τους συνεντευξιαζόμενους τις διέκοψαν προσωρινά για να ξεπεράσουν τη συγκίνησή τους. «Ήταν δύσκολες στιγμές. Το γεγονός, όμως, ότι δεν τους κινηματογραφούσα με βοήθησε, όλο το συναίσθημα ήταν στη φωνή και ήταν πιο εύκολο να είναι φυσικοί χωρίς την κάμερα στο πρόσωπό τους».

Ένα από τα βασικά προβλήματα του τελικού μοντάζ, που δεν χρησιμοποιεί talking heads ή voice-over και κράτησε 20 μήνες, ήταν η ανεύρεση υλικού και εικόνων για να ντύσουν την αφήγηση, αφού υπήρχε άφθονο συναυλιακό υλικό αλλά όχι αρκετό από την εποχή πριν γίνει φοβερά διάσημη.

Όταν βρέθηκαν κασέτες με υλικό που είχε γυρίσει η ίδια η Ουάινχαουζ, η ομάδα ήξερε ότι είχε βρει τη λύση που έψαχνε. Και όχι μόνο αυτό: είχαν βρει και ένα οπτικό μοτίβο: «πολλές φορές κατά τη διάρκεια αυτών των βιντεοσκοπήσεων η Έιμι κοιτάει την κάμερα, κατευθείαν μέσα στο φακό, κατευθείαν στα μάτια του κοινού», εξηγεί ο μοντέρ της ταινίας. «Το βρήκα αυτό πολύ δυνατό, ειδικά αφού είναι κάτι που κάνει η ίδια ενώ αργότερα αυτό αντιπαραβάλλεται με τους παπαράτσι». Το υλικό αυτό, που δείχνει την Ουάινχαουζ υγιή, ευτυχισμένη, χαλαρή και με τους δικούς της ανθρώπους, βλέπει για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας.

Προβληματική ήταν συχνά και η ποιότητα του υλικού, αφού σε κάποιες περιπτώσεις προερχόταν από ερασιτεχνικές βιντεοκάμερες, υπολογιστές και κινητά. «Ένα μεγάλο μέρος των εικόνων που είχαμε ήταν χαμηλής ποιότητας», υπογραμμίζει ο Κινγκ. «Σπάνια βρίσκαμε κάτι που ήταν ταυτόχρονα χρησιμοποιήσιμο και εντυπωσιακό. Αλλά από την άλλη τα πιο ενδιαφέροντα σημεία, τα πιο αποκαλυπτικά ήταν τα home videos, που είχαν την χαμηλότερη ποιότητα».

Αυτό όμως προσέδιδε στις σκηνές μια επιπλέον δύναμη: αυτή της αυθεντικότητας. «Είχαμε αρκετά τεχνικά προβλήματα και προσπαθήσαμε να διορθώσουμε ό,τι μπορούσαμε», παραδέχεται ο Καπάντια, «αλλά επιλέξαμε να εμπιστευθούμε το υλικό και να βάλουμε τη συναισθηματική αλήθεια πάνω από την τεχνική ποιότητα. Αφιερώσαμε τόσο χρόνο και αγάπη για να μετατρέψουμε μια φοβερά ετερόκλητη συλλογή υλικού σε κάτι που έδενε και έμοιαζε με σινεμά».

Οι συντελεστές παραδέχονται ότι μερικά ιδιαίτερα σοκαριστικά κομμάτια δεν βρήκαν την θέση τους στην ταινία. «Νομίζω ότι είναι αρκετά σκοτεινό», καταλήγει ο Γκέι-Ρις. «Πρέπει να είναι κανείς προσεκτικός για το σημείο πέρα από το οποίο η ταινία γίνεται υπερβολικά βαριά. Βρήκαμε μια ισορροπία ιδανική, πιστεύω».

Εξάλλου, υπήρχε ο κίνδυνος ότι το κοινό θα πιστέψει ότι έχει ξαναδεί την ιστορία – μέσα από τα μίντια, που κάλυψαν με μανία την σύντομη πορεία της Ουάινχαουζ. Η ταινία, όμως, επαναπροσδιορίζει όλα όσα ξέρουμε: «δεν ανακυκλώσαμε τα ίδια και τα ίδια», λέει ο Καπάντια. «Σκάψαμε βαθύτερα, να βρούμε τι θέλαμε να πούμε. Και πάλι γυρίσαμε στους στίχους: ήταν τόσο προσωπικοί, έβγαζαν την αλήθεια της Έιμι. Η ταινία μιλά για έναν άνθρωπο που θέλησε να αγαπηθεί, που χρειάστηκε την αγάπη αλλά δεν την πήρε όπως ήθελε. Συχνά, αυτοί που νοιάστηκαν για αυτήν προσπάθησαν να της την δείξουν, αλλά τους απομάκρυνε. Η Έιμι ήταν ένα πολύ περίπλοκο, έξυπνο κορίτσι. Το «Amy» είναι μια ταινία για την αγάπη».



Φωτογραφίες:

Επιστροφή

Νέο App του Summer Cinemas

Κατεβάστε το στις φορητές συσκευές σας για άμεση ενημέρωση και αγορά εισιτηρίων προσφοράς.

qr-gplay qr-appst
icon-gplay icon-appstore